- ιματιοθήκη
- η1) платяной шкаф, гардероб; 2) см. ιματιοφυλάκιο[ν] 1; 3) гардероб (одежда)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιματιοθήκη — η (ΑΜ ἱματιοθήκη) ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη] … Dictionary of Greek
ιματιοθήκη — η 1. ντουλάπα για τα ρούχα. 2. αίθουσα για την απόθεση των ενδυμάτων. 3. σύνολο ενδυμάτων, γκαρνταρόμπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεστιάριο — το (Μ βεστιάριον) 1. το σύνολο των ενδυμάτων, ο απαραίτητος ρουχισμός 2. ιματιοθήκη, έπιπλο ή χώρος όπου φυλάσσονται ενδύματα νεοελλ. 1. το σύνολο των ενδυμάτων που διαθέτει ηθοποιός ή θεατρικός επιχειρηματίας 2. ο χώρος του θεάτρου όπου αφήνουν… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek
ιματιοφυλάκιο — το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον) ιματιοθήκη νεοελλ. ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα … Dictionary of Greek
κανδυτάνη — κανδυτάνη, ἡ (Α) ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς*] … Dictionary of Greek
ντουλάπα — και ντολάπα, η 1. ειδικό έπιπλο, συνήθως ξύλινο, με σχήμα ορθογώνιο, που χρησιμεύει για να φυλάγονται ρούχα, ιματιοθήκη 2. μτφ. πολύ χοντρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντουλάπι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] … Dictionary of Greek
πεπλοθήκη — ἡ, Α η θήκη, ο χώρος στον οποίο φυλάσσονταν οι πέπλοι, ιματιοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + θήκη] … Dictionary of Greek
ρίσκος — ὁ, Α 1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκος ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.) 2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.) 3. σαρκοφάγος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοι εἶδός τι μυιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… … Dictionary of Greek
σκευοφύλακας — ο / σκευοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. αξιωματούχος τής Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών τού σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης… … Dictionary of Greek